- αὐτεπιτακτικός
- αὐτ-επιτακτικός, ή, όν,A belonging to absolute power: -κή (sc. τέχνη), ἡ, ibid., etc.II ordaining by authority,
τῆς τριαδικῆς διαιρέσεως Dam.Pr.98
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς τριαδικῆς διαιρέσεως Dam.Pr.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτεπιτακτικός — αὐτεπιτακτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στην απόλυτη εξουσία … Dictionary of Greek
αὐτεπιτακτικός — belonging to absolute power masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικόν — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power masc acc sg αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικῆς — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικήν — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικῶς — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)